- κρίνινον
- κρίνινοςmade of liliesmasc acc sgκρίνινοςmade of liliesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρίνινος — η, ο (Α κρίνινος, ίνη, ον) [κρίνος] 1. παρασκευασμένος από κρίνα 2. (το ουδ. ως ουσ. κατά παράλειψη τής λ. μύρον) κρίνινον μύρο από κρίνα … Dictionary of Greek